σαλμί

σαλμί
το άκλ. соус (под дичь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σαλμί" в других словарях:

  • σαλμί — το, Ν 1. είδος φαγητού με κρέας κυνηγιού 2. σάλτσα που συνοδεύει το παραπάνω είδος φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salmis, συντετμημένος τ. τού salmigondis «καρύκευμα από διάφορα βρασμένα κρέατα» (< γαλλ. sel «αλάτι» + αρχ. γαλλ. condir… …   Dictionary of Greek

  • σαλμί — το (λ. γαλλ.), είδος φαγητού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»